μεμηνιμένως

From LSJ
Revision as of 11:25, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεμηνῑμένως Medium diacritics: μεμηνιμένως Low diacritics: μεμηνιμένως Capitals: ΜΕΜΗΝΙΜΕΝΩΣ
Transliteration A: memēniménōs Transliteration B: memēnimenōs Transliteration C: meminimenos Beta Code: memhnime/nws

English (LSJ)

Adv., (μηνίω) A angrily, Pl.Ep.319b.

German (Pape)

[Seite 129] erzürnter Weise, ἀποκρίνασθαι, Plat. Ep. III, 319 b.

Greek (Liddell-Scott)

μεμηνῑμένως: Ἐπίρρ. (μηνίω) μετ’ ὀργῆς, ὠργισμένως, Πλάτ. Ἐπιστ. 319Β.

Greek Monolingual

μεμηνιμένως (Α)
επίρρ. οργισμένα, με θυμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεμηνιμένος, μτχ. μέσ. παρακμ. του ρ. μηνίω.

Russian (Dvoretsky)

μεμηνῑμένως: сердито, гневно (ἀποκρίνεσθαι Plat.).