μνημονευτός

From LSJ
Revision as of 11:40, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μνημονευτός Medium diacritics: μνημονευτός Low diacritics: μνημονευτός Capitals: ΜΝΗΜΟΝΕΥΤΟΣ
Transliteration A: mnēmoneutós Transliteration B: mnēmoneutos Transliteration C: mnimoneftos Beta Code: mnhmoneuto/s

English (LSJ)

ή, όν, A that can be remembered: τὰ μ. objects of memory, Arist.Rh.1367a24, 1370b1, Mem.449b9,450a24.

German (Pape)

[Seite 194] dessen man sich erinnert, erwähnt, Arist. rhet. 1, 9 memor. 1.

Greek (Liddell-Scott)

μνημονευτός: -ή, -όν, ὃ δύναται ἢ ὃν πρέπει νὰ μνημονεύῃ τις, νὰ ἐνθυμῆται, Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 25 καὶ 11, 8, π. Μνήμ. 1, 2 καὶ 2.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
dont on se souvient.
Étymologie: μνημονεύω.

Greek Monolingual

μνημονευτός, -ή, -όν (Α)
μνημονεύω
1. αυτός τον οποίο μπορεί να μνημονεύει ή να θυμάται κανείς
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά μνημονευτά
όσα είναι δυνατόν να θυμάται κανείς, τα αντικείμενα μνήμης.

Greek Monotonic

μνημονευτός: -ή, -όν, αυτός που είναι δυνατόν ή πρέπει να τον θυμόμαστε, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

μνημονευτός: удерживаемый в памяти, запоминающийся или вспоминаемый Arst.

Middle Liddell

μνημονευτός, ή, όν
that can be or ought to be remembered, Arist. [from μνημονεύω