φυλλόκομος

From LSJ
Revision as of 12:00, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

ἡ δὲ φύσις φεύγει τὸ ἄπειρον· τὸ μὲν γὰρ ἄπειρον ἀτελές, ἡ δὲ φύσις ἀεὶ ζητεῖ τέλοςnature, however, avoids what is infinite, because the infinite lacks completion and finality, whereas this is what Nature always seeks

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φυλλόκομος Medium diacritics: φυλλόκομος Low diacritics: φυλλόκομος Capitals: ΦΥΛΛΟΚΟΜΟΣ
Transliteration A: phyllókomos Transliteration B: phyllokomos Transliteration C: fyllokomos Beta Code: fullo/komos

English (LSJ)

ον, A thick-leaved, μῖλαξ Ar.Av.215 (anap.); μελία ib.742 (lyr.)

German (Pape)

[Seite 1315] mit Blättern behaart, dicht belaubt, Ar. Av. 217. 742.

Greek (Liddell-Scott)

φυλλόκομος: -ον, πυκνόφυλλος, σμῖλαξ Ἀριστοφ. Ὄρν. 215· μελία αὐτόθι 742.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la chevelure de feuillage.
Étymologie: φύλλον, κόμη.

Greek Monolingual

-ον, Α
γεμάτος φύλλα, καλυμμένος με φύλλα, πυκνόφυλλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + -κομος (< κόμη), πρβλ. ἱππό-κομος, χρυσό-κομος].

Greek Monotonic

φυλλόκομος: -ον (κόμη), πυκνόφυλλος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

φυλλόκομος: покрытый листьями, густолиственный (σμῖλαξ Arph.).

Middle Liddell

φυλλό-κομος, ον, κόμη
thick-leaved, Ar.