Παφλαγονικός
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de Paphlagonie.
Étymologie: Παφλαγών.
Russian (Dvoretsky)
Παφλᾰγονικός: пафлагонский Xen.