πολύποινος
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
ον, A punishing severely, Δίκη Parm.1.14, Orph.Fr.158.
German (Pape)
[Seite 669] viel strafend, Parmenids. frg. 14 b. S. Emp. adv. math. 7, 111.
Greek (Liddell-Scott)
πολύποινος: -ον, ὁ αὐστηρῶς τιμωρῶν, Παρμενίδ. παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 11.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που επιβάλλει πολλές ποινές, που τιμωρεί αυστηρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ποινος (< ποινή), πρβλ. αξιό-ποινος, υστερό-ποινος].
Russian (Dvoretsky)
πολύποινος: много или сильно карающий (Δίκη Parmenides ap. Sext.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύποινος -ον [πολύς, ποινή] streng straffend.