ἄνοσμος
διφθέραι σταδιαῖαι τοῖς μεγέθεσιν → hides a stade in size, hides fastened together so as to cover a place an entire stadium in extent
English (LSJ)
ον, A = ἄνοδμος, without smell, v.l. in Hp.Acut.63, cf. Arist. HA634b19, etc.; ἴχνη ἄνοσμα footsteps that leave no scent, Poll.5.12:—but ἄοσμος (q.v.) was preferred.
German (Pape)
[Seite 242] ohne Geruch, Hippocr.; ἴχνη Poll. 5, 12.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνοσμος: -ον, = ἄνοδμος, ὁ ἄνευ ὀσμῆς, ἄοσμος, Ἱππ. περὶ Διαιτ. Ὀξ. 394, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 10. 1, 16, κτλ.· ἴχνη ἄνοσμα, ἐπὶ ἰχνῶν τὰ ὁποῖα δὲν καταλείπουσιν ὀσμήν, Πολυδ. Ε΄, 12: - ἀλλὰ τὸ ἄοσμος (ὃ ἴδε) ἦν ἐν μείζονι χρήσει.
Spanish (DGE)
-ον
que no tiene olor, que no huele del flujo blanquecino previo a la menstruación, Arist.HA 634b19, κεράμιον PSarap.84.4 (II d.C.), ἴχνη Poll.5.12, οἶνος ἀ. vino no oloroso, PZen.Col.108.5 (III a.C.), A.Al.7B.3.41.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄνοσμος, -ον)
ο χωρίς οσμή, άοσμος.
Russian (Dvoretsky)
ἄνοσμος: лишенный запаха Arst.