ἀβούλητος
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
ον, (βούλομαι) A involuntary, Pl.Lg.733d, Ph.1.561; ἀ. καρδίας κίνησις, ἔκκρισις Gal.2.610, Aët.13.56. Adv. -τως Asclep Cypr. ap. Porph.Abst.4.15, Plu.2.631c, S.E.P.1.19. II not according to one's wish or will, τὰ ἀ. Zeno Stoic.1.53; τύχη Phld.Mort.33. cf. Ph.2.392, Plu.2.599b.
German (Pape)
[Seite 4] unfreiwillig, neben ἀκούσιον dem βουλητόν u. ἑκούσιον entgegengesetzt Plat. Leaa. V, 733 d; oft bei Plut. (opp. προαίρετος); auch vom menschlichen Willen unabhängig, zufällig, ἀβ. καὶ τυχηρά Plut. ad. et am. 9. – Bei Sρ gew. unerwünscht, unerfreulich, πράγματα ἀβ., res adversae; ἄν τι γένηται τῶν λεγομένων ἀβουλήτων Enict. 3, 24, 104. – Adv., ὑπ' ὀργῆς ἀβουλήτως γιγνόμενον Plut. Hymp. 2, 4, 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἀβούλητος: -ον, (βούλομαι) μὴ θέλων, ἀκούσιος, Πλάτ. Νόμ. 733Δ. ἀντίθ. τῷ βουλητῷ καὶ ἑκουσίῳ. ΙΙ. ἀσύμφωνος πρὸς τὴν ἐπιθυμίαν ἢ θέλησίν τινος· δυσάρεστος: Διον. Ἁλ. 5. 74.: - ἐπίρρ. τως, Σέξτ. Ἐμπ. Π, 1, 19. Μ. 8. 316.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no querido, no deseado, ἀνάγκη Arist.Fr.609, τύχη Phld.Mort.33.33, cf. Ph.2.392, Plu.2.599b
•subst. τὸ ἀ. Pl.Lg.733d, τὰ ἀ. Zeno Stoic.1.53
•situaciones no deseadas Str.3.4.18.
2 involuntario, en lo que no interviene la voluntad Ph.1.561, ἡ καρδίας κίνησις Gal.2.610, ἔκκρισις Aët.13.58, ἀβουλήτῳ φύσεως ἀνάγκῃ Phlp.Aet.78.12, φοραί Plot.3.1.1.
3 insensato ὁρμή Gr.Nyss.M.46.92B.
II adv. -ως involuntariamente Asclep.Cyp.1, Plu.2.631c, S.E.P.1.19, Phlp.Aet.260.18.
Russian (Dvoretsky)
ἀβούλητος:
1) невольный, непроизвольный Plat., Plut.;
2) нежелательный, неприятный Plut.