σκολόπενδρον
From LSJ
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
English (LSJ)
τό, A hart's tongue, Scolopendrium officinale, Thphr.HP9.18.7.
Greek Monolingual
τὸ, Α
το γνωστό σήμερα με την κοινή ονομασία φυτό σπληνόχορτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκολόπενδρα, με αλλαγή γένους].