τεσσαρακαιεικοσίπους

From LSJ
Revision as of 18:45, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2")

νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face

Source

English (LSJ)

[σῐ], πουν, gen. ποδος, in form τεττ-, A twenty-four feet long, IG12.373.62.

Greek Monolingual

και αττ. τ. τετταρακαιεικοσίπους, -ουν, Α
αυτός που έχει μήκος είκοσι τεσσάρων ποδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέσσαρα + καί + εἴκοσι + πούς «πόδι»].