ὀκτάσημος
Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht
English (LSJ)
[ᾰ], ον, in Prosody, A of eight times, Sch.A.Th.103. Adv. -μως in the eight-time measure, of the dochmius (), Sch.A.Th. 128.
German (Pape)
[Seite 317] mit acht Zeiten, achtzeitig, in der Prosodie, Schol. Aesch. Spt. 103; auch adv., Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
ὀκτάσημος: -ον, ἐν προσῳδίᾳ, ὁ ἀποτελούμενος ἐξ ὀκτὼ σημείων χρόνου, Σχόλ. εἰς Ἡφαιστ. 164, κτλ. Ἐπίρρ. -ως, ἐπὶ τοῦ δοχμίου (υ--υ-), Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 120.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὀκτάσημος, -ον)
(για αρχαίο μετρικό πόδα) αυτός που αποτελείται από οκτώ πρώτους χρόνους, από οκτώ χρονικά σημεία. Επίρ. οκτασήμως (Α)
κατά οκτάσημα μέτρα («ἐστιχούργησε ὀκτασήμως, ἤτοι κατά δοχμίους»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + -σημος (< σῆμα), πρβλ. εξά-σημος].