πενταφυής
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
ές, A of five-fold nature: five, ὄνυχες AP7.383 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 557] ές, von fünffacher Natur, ὄνυχες χερῶν, Philp. 67 (VII, 383), d. i. die fünf Nägel.
Greek (Liddell-Scott)
πεντᾰφυής: -ές, ὁ πενταπλοῦς τὴν φύσιν, πέντε, ὄνυχες Ἀνθ. Π. 7. 383.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
quintuple.
Étymologie: πέντε, φύω.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που έχει πενταπλή φύση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + -φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. δι-φυής].
Greek Monotonic
πεντᾰφυής: -ές (φυή), με πενταπλάσια φύση, πενταπλός, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
πεντᾰφυής: пятерной, т. е. числом пять (ὄνυχες χερῶν Anth.).