ἀγελάζομαι
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
English (LSJ)
Pass., A to be gregarious, flock, Arist.HA597b7, 610b2, Nic. Dam.p.151 D.; ἐς τὴν ἤπειρον Men.Prot.p.49 D.:—Act., ἀγελάσαι· κομίσαι, Hsch.
German (Pape)
[Seite 11] med., heerdenweis leben, φάτται Arist. H. N. 9, 2, 1. Nach Poll. 4, 45 auch von den Versammlungen der Schüler.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγελάζομαι: διαιτῶμαι ἢ ζῶ ἀγεληδόν, συναγελάζομαι, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 12, 9, 9. 2, 1. - Οἱ δὲ Κρητῶν παῖδες ἀγελάζονται μετ’ ἀλλήλων σκληραγωγούμενοι, Νικ. Δαμ. Σ. 279: - Ὁ Ἡσύχ. λέγει, «ἀγελάσαι, κομίσει.»
French (Bailly abrégé)
s'attrouper, vivre en troupe.
Étymologie: ἀγέλη.
Spanish (DGE)
I 1formar grupos, agruparse en bandadas los pájaros φάτται Arist.HA 597b7
•en bancos los peces οἱ μὲν κυοῦντες Arist.HA 610b2, otros anim. φασὶν ... ἀγελάζεσθαι ἐν αὐτῇ (θαλάσσῃ) τὰ κήτη Philostr.VA 3.57
•de pers. reunirse, agruparse, congregarse μετ' ἀλλήλων ἀγελαζόμενοι Gr.Nyss.Paup.2.116.18, ἐς τὴν κατ' αὐτοὺς ἀγελάζονται ἤπειρον Men.Prot.10.1.88.
2 en Creta, de los jóvenes integrarse en grupos o ἀγέλαι Nic.Dam.103aa, Par.Vat.58.
II en v. act. pastorear Apoll.Met.Ps.77.158
•ἀγελάσαι· κομίσαι Hsch.
Russian (Dvoretsky)
ἀγελάζομαι: собираться в стада, жить стаями Arst.