εὐπιστία

From LSJ
Revision as of 10:15, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")

Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm

Menander, Monostichoi, 201
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπιστία Medium diacritics: εὐπιστία Low diacritics: ευπιστία Capitals: ΕΥΠΙΣΤΙΑ
Transliteration A: eupistía Transliteration B: eupistia Transliteration C: efpistia Beta Code: eu)pisti/a

English (LSJ)

ἡ, A pious belief, prob. cj. in Jul.Or.4.153a.

Greek Monolingual

η (Α εὐπιστία) εύπιστος
νεοελλ.
1. η ιδιότητα του εύπιστου, η ευκολοπιστία
2. αφέλεια, απλοϊκότητα, ακρισία
αρχ.
1. εμπιστοσύνη, πεποίθηση
2. ευσεβής πίστη.

Russian (Dvoretsky)

εὐπιστία:доверие (Aeschin. - v.l. к ἀπιστία).