αἰτιολογία
χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → when a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him | when good men are being dragged down, anyone with worthy credentials must feel their pain | when the noble are afflicted, those who all their lives have been deemed loyal must mourn
English (LSJ)
ἡ, A a giving the cause of a thing, Democr.118, Aenesid. ap. S.E.P.1.181, Phld.D.1.10, A.D.Conj.231.16; ἡ <περὶ> τῶν μετεώρων αἰ. Epicur. Ep.2p.42U.
Greek (Liddell-Scott)
αἰτιολογία: ἡ, ἔκθεσις τῆς αἰτίας πράγματος τινος, Ἀρχύτ. παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 1. 724, Σέξτ. Ἐμπ. ΙΙ. 1. 181
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 demostración, explicación causal ἔλεγε βούλεσθαι μᾶλλον μίαν εὑρεῖν αἰτιολογίαν ἢ τὴν Περσῶν οἱ βασιλείαν γενέσθαι Democr.B 118, αἰτιολογίαι δὲ καὶ εἰκοτολογίαι ἐν φυσιολογίᾳ καὶ πολιτικᾷ Ps.Archyt.Pyth.Hell.37.1, Στράτωνος ἔτι μᾶλλον ἁπτομένου τῆς αἰτιολογίας Estratón llega aún más lejos en su explicación Str.1.3.4 (Strato Lamps.91)
•explicación, indagación de las causas ἡ τῶν μετεώρων αἰ. Epicur.Ep.[3] 97.6, παθῶν Anon.Lond.21.12, cf. Phld.D.1.10.15, Seneca Ep.95.65, Isid.Etym.2.21.39.
2 teoría causal οἴεται πᾶσαν δογματικὴν αἰτιολογίαν ὡς μοχθηρὰν ἐλέγχων ἀποφήνασθαι cree poder demostrar que ninguna teoría causal dogmática resiste la prueba Aenesidamus en S.E.P.1.180, cf. 181.
3 ret. exposición de la causa Alex.Fig.8.
4 gram. motivo causal, causalidad ἔτι εἴπερ τὸ ἕκητι σύνδεσμος αἰτιολογικός, δῆλον ὡς οὐ τὸ ἀέκητι, στέρησις γὰρ τῆς αἰτιολογίας si ἕκητι es una conjunción causal, es claro que no es así ἀέκητι, pues hay privación de causalidad A.D.Coni.231.16.
Greek Monolingual
η (Α αἰτιολογία) αἰτιολογῶ
η παράθεση των λόγων, η εξήγηση της αιτίας που προκαλεί κάτι, αιτιολόγηση, δικαιολογία.
Russian (Dvoretsky)
αἰτιολογία: ἡ исследование причин, разыскивание причинной связи Plut., Sext.