λιποθυμία

From LSJ
Revision as of 10:50, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")

Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐστι σῴζειν οἰκίαν → Salvam domum praestare matrona est probae → Die brave Frau erhält, wie's ihre Pflicht, das Haus

Menander, Monostichoi, 84
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐποθῡμία Medium diacritics: λιποθυμία Low diacritics: λιποθυμία Capitals: ΛΙΠΟΘΥΜΙΑ
Transliteration A: lipothymía Transliteration B: lipothymia Transliteration C: lipothymia Beta Code: lipoqumi/a

English (LSJ)

ἡ, A swoon, Hp.Aph.1.23, Art.68, Plu.Pomp.49, etc.

Greek (Liddell-Scott)

λῐποθῡμία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «λιγοθυμιά», Ἱππ. Ἀφ. 1244, κτλ.· ἴδε ἐν λέξ. λειπανδρέω.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
mieux que λειποθυμία;
manque de courage.
Étymologie: λείπω, θυμός.

Greek Monolingual

και λιποθυμιά και λιγοθυμιά, η (AM λιποθυμία) λιποθυμώ
απότομη και παροδική αδιαθεσία που συνοδεύεται από ωχρότητα, εφίδρωση, βόμβο τών αφτιών, διαταραχές της όρασης και, συχνά, απώλεια συνειδήσεως μικρής διάρκειας και η οποία οφείλεται σε ανοξαιμία του εγκεφάλου.

Russian (Dvoretsky)

λῐποθῡμία:потеря сознания, обморок Plut.