μαχαιροποιός
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ὁ, A maker of cutlery, Ar.Av. 442, D.27.9, Plu.Dem.4, Luc.Rh.Pr.10.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰχαιροποιός: -όν, ὁ κατασκευάζων μαχαίρας, Ἀριστοφ. Ὄρν. 441, Δημ. 816. 5.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
fabricant de coutelas, de sabres.
Étymologie: μάχαιρα, ποιέω.
Greek Monolingual
ο (Α μαχαιροποιός)
ο κατασκευαστής μαχαιριών («ἐπεκαλεῑτο δὲ μαχαιροποιὸς ἐργαστήριον ἔχων μέγα», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάχαιρα + -ποιός].
Greek Monotonic
μᾰχαιροποιός: -όν (ποιέω), τεχνίτης που κατασκευάζει μαχαίρια, σε Αριστοφ., Δημ.
Russian (Dvoretsky)
μᾰχαιροποιός: ὁ ножевой и сабельный мастер, ножовщик Arph., Dem., Plut.