κακοσχολία

From LSJ
Revision as of 11:10, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοσχολία Medium diacritics: κακοσχολία Low diacritics: κακοσχολία Capitals: ΚΑΚΟΣΧΟΛΙΑ
Transliteration A: kakoscholía Transliteration B: kakoscholia Transliteration C: kakoscholia Beta Code: kakosxoli/a

English (LSJ)

ἡ, A mischief, malpractice, Delph.3(1).362i32 (ii B. C.), Plu.2.274d.

German (Pape)

[Seite 1304] ἡ, schlechte Anwendung der Muße, wie Plut. Quaest. Rom. 40 von den Ringschulen sagt πολὺν ἄλυν καὶ σχολὴν ἐντεκεῖν ταῖς πόλεσι καὶ κακοσχολίαν.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
mauvais emploi de son loisir, perte du temps.
Étymologie: κακόσχολος.

Greek Monolingual

κακοσχολία, ἡ (Α) κακόσχολος
1. κακή ενασχόληση, το να δαπανά κανείς με κακές ενασχολήσεις την ώρα της σχόλης του
2. ραθυμία, οκνηρία, τεμπελιά.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοσχολία:дурное использование досуга, праздность, безделье Plut.