προαπαυδάω
From LSJ
English (LSJ)
A = προαπαγορεύω 1, Hp. Prorrh.1.8(ap.Erot.); μέσφι ἂν -απαυδήσῃ ἀτρ οφίῃ ἡ νοῦσος Aret.CD2.13; εἰ μὴ -απηύδηκε [ἡ δύναμις] Id.CA2.3; π. τῆς ἐπιθυμίας ὁ ζῆλος Plu 2.783e.
German (Pape)
[Seite 707] = προαπαγορεύω; M. Ant. 6, 29; Plut. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
προαπαυδάω: προαπαγορεύω Ι, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 3· πρ. τῆς ἐπιθυμίας ὁ ζῆλος Πλούτ. 2. 783Ε.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
se fatiguer ou se décourager d'avance.
Étymologie: πρό, ἀπαυδάω.
Russian (Dvoretsky)
προᾰπαυδάω: раньше уставать или ослабевать (προαπαυδᾷ τῆς τῶν ἀναγκαίων ἐπιθυμίας ὁ τῶν καλῶν ζῆλος Plut.).