προεξέχω
From LSJ
λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”
English (LSJ)
project from, τοῦ αἰγιαλοῦ Agath.5.22.
Greek (Liddell-Scott)
προεξέχω: ἐξέχω, τινί, εἴς τι πρᾶγμα, Ἀγαθ. 327, 16.
Greek Monolingual
ΝΜΑ ἐξέχω
εξέχω προς τα εμπρός, προέχω (α. «η στέγη δεν προεξέχει αρκετά για να φεύγουν τα νερά της βροχής» β. «πᾱν προβεβλημένον μέρος καὶ προεξέχον», Ιωάν. Τζέτζ.
γ. «τὸ τοῦ αἰγιαλοῦ προεξέχον», Αγαθ.)
αρχ.
υπερέχω, διακρίνομαι.