πολυπλήθεια

From LSJ
Revision as of 15:39, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυπλήθεια Medium diacritics: πολυπλήθεια Low diacritics: πολυπλήθεια Capitals: ΠΟΛΥΠΛΗΘΕΙΑ
Transliteration A: polyplḗtheia Transliteration B: polyplētheia Transliteration C: polyplitheia Beta Code: poluplh/qeia

English (LSJ)

Ion. πολυπληθ-είη, ἡ, great quantity or number, ὕδατος Hp. Aër.15, cf. Aen.Tact.3.1; [τῶν φαττῶν] Arist.HA562b29, cf. Ocell.4.5, Aen.Gaz.Thphr.p.47 B., SIG880.40 (Pizus, iii A.D.), etc.:—written πολυπληθ-πληθία, S.Fr.667.1 (lyr.), Hyp.Fr.266, D.ap.Poll.4.163, LXX 2 Ma.8.16, Str.16.2.23.

German (Pape)

[Seite 668] ἡ, große Menge; Hippocr.; Arist. H. A. 6, 4 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πολυπλήθεια: ἡ, μέγα πλῆθος, μεγάλη ποσότης, ὕδατος Ἱππ. π. Ἀέρ. 290· τῶν φαττῶν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 4, 6, κτλ.· φέρεται πολυπληθία ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 583, Δημ. παρὰ Πολυδ. Δ΄, 463, Στράβ. 757 κλπ.

Greek Monolingual

και πολυπληθία, ἡ, Α πολυπληθής
μεγάλο πλήθος, μεγάλη ποσότητα.

Russian (Dvoretsky)

πολυπλήθεια:большое количество, множество Arst.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυπλήθεια -ας, ἡ, Ion. πολυπληθείη [πολύς, πλῆθος] grote hoeveelheid.