πολύυγρος
From LSJ
ἀναγκαιότεραι μὲν οὖν πᾶσαι ταύτης, ἀμείνων δ᾽ οὐδεμία → accordingly, although all other sciences are more necessary than this, none is more excellent (Aristotle, Metaphysics A 983a10)
English (LSJ)
ον, containing much fluid, Dsc.5.99.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που εμπεριέχει πολύ υγρό, μεγάλη ποσότητα υγρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ὑγρός.