προδιαπίπτω
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
err through haste, Stoic.3.147.
Greek (Liddell-Scott)
προδιαπίπτω: διαπίπτω, πίπτω διὰ μέσου ἢ ἀποτυγχάνω πρότερον, Στοβ. Ἐκλογ. 2. 234.