προεπικόπτω
From LSJ
ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγή τοῦ ἀγαθοῦ καί ἀεί ἀναβλύειν δυναμένη, ἐάν ἀεί σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig. | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.
English (LSJ)
cut down, trim first, στήλας IG7.3073.68,145(Lebad.).
Greek (Liddell-Scott)
προεπικόπτω: ἐπικόπτω (δηλ. κόπτω τὸ ἄκρον) πρότερον, προεπικόψας τὰς στήλας Ἐπιγρ. Λεβαδ. Dittenb. 2540, 68 (πρβλ. 145, Michel 589), ἴδε ἐπικοπή.
Greek Monolingual
Α ἐπικόπτω
κόβω προηγουμένως το άκρο.