τὰ δὲ πεπερασμένα πεπερασμενάκις ἀνάγκη πεπεράνθαι πάντα → and the product of a finite number of things taken in a finite number of ways must always be finite
Full diacritics: πρωτόδαμνος | Medium diacritics: πρωτόδαμνος | Low diacritics: πρωτόδαμνος | Capitals: ΠΡΩΤΟΔΑΜΝΟΣ |
Transliteration A: prōtódamnos | Transliteration B: prōtodamnos | Transliteration C: protodamnos | Beta Code: prwto/damnos |
ον, first-tamed, Hsch. s.v. ἄδαμνον.
πρωτόδαμνος: -ον, ὁ πρώτην φορὰν δαμασθείς, ἡμερωθείς, Ἡσύχ. ἐν λ. ἄδαμνος.
-ον, Α
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που δαμάστηκε για πρώτη φορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -δαμνος (< δάμνημι «δαμάζω»), πρβλ. τοξό-δαμνος].