στομαλγία

From LSJ
Revision as of 18:20, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στομαλγία Medium diacritics: στομαλγία Low diacritics: στομαλγία Capitals: ΣΤΟΜΑΛΓΙΑ
Transliteration A: stomalgía Transliteration B: stomalgia Transliteration C: stomalgia Beta Code: stomalgi/a

English (LSJ)

ἡ, soreness of the mouth, ibid.: metaph., mouth-plague, i.e. incessant chattering, Id.2.101.

German (Pape)

[Seite 947] ἡ, eigtl. Mundschmerz, übertr. Geschwätzigkeit, freches, zügelloses Reden, Poll. 2, 101.

Greek (Liddell-Scott)

στομαλγία: ἡ, (ἄλγος) ἄλγος τοῦ στόματος, Πολυδ. Δ΄, 185· - μεταφορ., ἀχαλίνωτος φλυαρία, ὁ αὐτ. Β΄, 101. - Πρβλ. γλώσσαλγος. (στόμαργος, στομαργία, στομαργέω εἶναι πιθαν. ἁπλῶς Ἀττ. τύποι ἀντὶ στομαλγ-, ἴδε Pott Et. Forsch. 2. 98).

Greek Monolingual

και στοματαλγία, η, ΝΜΑ στομαλγῶ
επώδυνη στοματίτιδα
μσν.-αρχ.
μτφ. ακατάσχετη φλυαρία.