θεσμοφοριάζω

From LSJ
Revision as of 23:55, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεσμοφοριάζω Medium diacritics: θεσμοφοριάζω Low diacritics: θεσμοφοριάζω Capitals: ΘΕΣΜΟΦΟΡΙΑΖΩ
Transliteration A: thesmophoriázō Transliteration B: thesmophoriazō Transliteration C: thesmoforiazo Beta Code: qesmoforia/zw

English (LSJ)

keep the Thesmophoria, X.HG5.2.29, Gloss.Oxy.1802.35; Θεσμοφοριάζουσαι, name of a play by Aristophanes.

German (Pape)

[Seite 1203] die Thesmophorien feiern, Xen. Hell. 5, 2, 29; αἱ θεσμοφοριάζουσαι ein Stück des Aristophanes.

Greek (Liddell-Scott)

θεσμοφοριάζω: τελῶ τὰ θεσμοφόρια, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 29· Θεσμοφοριάζουσαι, ὄνομα κωμῳδίας τοῦ Ἀριστοφ.

French (Bailly abrégé)

célébrer les Thesmophories.
Étymologie: Θεσμοφόρια.

Greek Monolingual

θεσμοφοριάζω (Α) θεσμοφόρια
1. (για γυναίκες) εορτάζω τα θεσμοφόρια
2. (πληθ. θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) Θεσμοφοριάζουσαι
τίτλος κωμωδίας του Αριστοφάνη.

Greek Monotonic

θεσμοφοριάζω: διεξάγω, τελώ τα Θεσμοφόρια, σε Αριστοφ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

θεσμοφοριάζω: справлять праздник тесмофории (ἐν τῇ Καδμείᾳ Xen.): Θεσμοφοριάζουσαι женщины, справляющие праздник тесмофории (название комедии Аристофана).

Middle Liddell

[from θεσμοφόρια
to keep the Thesmophoria, Ar., Xen.