θυλακίς
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
ίδος, ἡ, Dim. of θύλακος,= θυλάκιον ΙΙ, Ael.NA6.43, Nic.Th.852.
German (Pape)
[Seite 1222] ίδος, ἡ, dasselbe, Saamenkapsel, Ael. N. A. 6, 43; Mohnkopf, Nic. Th. 852. S. θυλακῖτις.
Greek (Liddell-Scott)
θῡλακίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ θύλακος, ἐπὶ τῆς ἐννοίας θυλάκιον ΙΙ, Αἰλ. π. Ζ. 6. 43, Νικ. Θ. 852· πρβλ. θυλακίτης.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
gousse.
Étymologie: θύλακος.
Greek Monolingual
θυλακίς, -ίδος, ἡ (Α)
θυλάκιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύλακος + υποκορ. κατάλ. -ίς (πρβλ. θυγατρίς, χοινικίς)].