καλπασμός
From LSJ
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
Full diacritics: καλπασμός | Medium diacritics: καλπασμός | Low diacritics: καλπασμός | Capitals: ΚΑΛΠΑΣΜΟΣ |
Transliteration A: kalpasmós | Transliteration B: kalpasmos | Transliteration C: kalpasmos | Beta Code: kalpasmo/s |
ὁ, trotting, ὁ ἐν ἀναβολῇ κ. Philum. ap. Orib.45.29.36.
ο (Α καλπασμός) καλπάζω
ο ταχύτερος από τους βηματισμούς του αλόγου που εκτελείται σε τρεις χρόνους και ακολουθείται από έναν μικρό χρόνο αιωρήσεως, γκαλόπ, τριποδισμός, τριπόδι.