κανονιστικός
From LSJ
ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου, ἐπέων δ' ἐνὶ βουλῇ → War finds its end in arms, words find their end in debate (Iliad 16.630)
English (LSJ)
ή, όν, regulative, οἱ κανόνες τῶν ὑγιῶν, οὐ τῶν πεπονθότων εἰσὶ -κοί Choerob.in Heph.p.226C.
Greek Monolingual
-ή, -ὁ (Α κανονιστικός, -ή, -όν)
ο αρμόδιος για κανονισμό, για ρύθμιση
(νεολλ.) φρ. «κανονιστικά διατάγματα» — τα διατάγματα που καθορίζουν λεπτομερώς την εφαρμογή ενός νόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κανονιστός < κανονίζω.