κουρευτής
From LSJ
ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.
English (LSJ)
οῦ, ὁ, barber, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
κουρευτής: -οῦ, ὁ, = τῷ προηγ., Ψευδο-Χρυσόστ. τ. 8, 787Α.
Greek Monolingual
ο (ΑM κουρευτής, -οῦ, Α θηλ. κουρεύτρια) κουρεύς
αυτός που κόβει τα μαλλιά ανθρώπων ή κουρεύει το τρίχωμα ζώων.