κόριψ
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
νεανίσκος, Hsch.; cf. κόρος (B). κορκόδειλος, κορκόδριλλος, κορκοδρίλλιον, v. κροκόδιλος. κορκόδρυα· ὑδρόρυα, Id. κόρκορα, a bird (Perg.), Id. κόρκορος, v. κόρχορος.
Greek Monolingual
κόριψ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) νεανίσκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμαλος σχηματισμός < κόρος + κατάλ. -ιψ].