μελίτταινα
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
English (LSJ)
ἡ, = μελισσοβότανον, Dsc.3.104:—also μελίττ-αιον, τό, Ps.- Dsc.ibid. Cf. μελίκταινα.
German (Pape)
[Seite 125] ἡ, = μελισσοβότανον, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
μελίτταινα: ἡ, = μελισσοβότανον, Διοσκ. 3. 118.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
mélisse, plante.
Étymologie: μέλισσα.
Greek Monolingual
μελίτταινα και ποιητ. τ. μελίκταινα, ἡ (Α)
το μελισσοβότανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλιττα + κατάλ. -αινα (πρβλ. μολύβδαινα, φάλαινα)].