μελανοδέρματος
From LSJ
ἀνὴρ ἀχάριστος μὴ νομιζέσθω φίλος → an ungrateful man should not be considered a friend
English (LSJ)
ον, black-skinned, Id.HA517a14.
German (Pape)
[Seite 119] mit schwarzem Felle, Arist. H. A. 3, 9.
Greek (Liddell-Scott)
μελᾰνοδέρματος: -ον, ὁ ἔχων μέλαν δέρμα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 9, 2.
Greek Monolingual
μελανοδέρματος, -ον (Α)
βλ. μελανόδερμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + δέρμα, -ατος (πρβλ. λευκο-δέρματος)].
Russian (Dvoretsky)
μελᾰνοδέρμᾰτος: с черной кожей или шкурой (ζῷα Arst.).