μυροβραχής
From LSJ
βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise
English (LSJ)
or μῠρο-βρεχής, ές, (βρέχω) wet with unguent, κόμη LXX 3 Ma.4.6, cf. Suet. Aug.86:—also μῠρό-βροχος, ον, Ps.-Callisth.3.16.
Greek Monolingual
μυροβραχής και μυροβρεχής, -ές (Α)
(ιδίως για τα μαλλιά) αυτός που είναι βρεγμένος, αρωματισμένος με μύρο («καὶ κόνει τὴν μυροβραχῆ πεφυρμέναι κόμην», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + -βραχής / -βρεχής (< βρέχω)].