μυρμηκόβιος

From LSJ
Revision as of 04:55, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

γέρων βοῦς ἀπένθητος δόμοισι → the old ox is not lamented by the family members

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυρμηκόβῐος Medium diacritics: μυρμηκόβιος Low diacritics: μυρμηκόβιος Capitals: ΜΥΡΜΗΚΟΒΙΟΣ
Transliteration A: myrmēkóbios Transliteration B: myrmēkobios Transliteration C: myrmikovios Beta Code: murmhko/bios

English (LSJ)

ον, living an ant's life, τὸ τῆς διαίτης μ. Eust.77.3.

German (Pape)

[Seite 220] wie die Ameisen lebend, Eust. 58, 3.

Greek (Liddell-Scott)

μυρμηκόβῐος: -ον, ὁ διερχόμενος βίον μυρμήκων, διὰ τὸ τῆς διαίτης, ὡς εἰπεῖν, μυρμηκόβιον Εὐστ. 77. 3.

Greek Monolingual

-α, -ο (Μ μυρμηκόβιος, -ον)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ζωολ. γένος μαρσιποφόρων θηλαστικών της Αυστραλίας που ανήκουν στην οικογένεια δασυουρίδες ή μυρμηκοβιίδες και τρέφονται με τερμίτες αλλ. ραβδωτός μυρμηκοφάγος
μσν.
1. αυτός, που ζει σαν το μυρμήγκι, δηλ. που συντηρείται με λίγα ανεπαρκή μέσα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μυρμηκόβιον
ανεπάρκεια, ευτέλεια τών μέσων της ζωῆς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρμηξ, -ηκος + βίος.