νομάζω
From LSJ
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
English (LSJ)
graze, Nic.Th.950:—Med., Id.Al.345.
Greek (Liddell-Scott)
νομάζω: βόσκομαι, Νικ. Θηρ. 950· - Μέσ. νομάζομαι, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλεξιφ. 345.
Greek Monolingual
νομάζω (Α)
1. (για ποιμένες) βγάζω τα πρόβατα για βοσκή, βόσκω
2. μέσ. νομάζομαι
(για ποίμνια) βόσκω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νομός / νομή + κατάλ. -άζω].