ξενοδοχία
From LSJ
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
English (LSJ)
ἡ, entertainment of a stranger, X.Oec.9.10 (pl.), Thphr.Char.23.9 (pl.).
German (Pape)
[Seite 277] ἡ, das Aufnehmen, Bewirthen von Fremden od. Gästen, Xen. Oec. 9, 10 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ξενοδοχία: ἡ, ἡ περιποίησις ξένου, Ξεν. Οἰκ. 9. 10, Θεοφρ. Χαρακτ. 23· - ἀλλὰ διορθωτέον ξενοδοκία, ἴδε ξενοδόχος.
Greek Monolingual
ξενοδοχία, ἡ (Α) ξενοδόχος
περιποίηση ξένου, φιλοξενία.
Greek Monotonic
ξενοδοχία: ἡ, φροντίδα, περιποίηση ξένων, σε Ξεν.
Middle Liddell
ξενοδοχία, ἡ, [from ξενοδόκος
entertainment of a stranger, Xen.