ἐνικνέομαι
From LSJ
ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat
English (LSJ)
arrive at, τοὺς ἐνικομένους ταῖς ἡλικίαις IG9(1).32.16 (Phocis).
German (Pape)
[Seite 844] (s. ἱκνέομαι), hineinkommen, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνικνέομαι: μέλλ. -ίξομαι, Ἀποθ., εἰσδύω, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 13, 1.
Spanish (DGE)
entrar en, alcanzar c. dat. τοὺς ἐνικομένους ταῖς ἁλικίαις IG 9(1).32.16 (Estíride II a.C.)
•adentrarse, penetrar hasta adentro μανῆς γὰρ οὔσης (τῆς γῆς), ἐνικνεῖται μᾶλλον (τὸ ὕδωρ) Thphr.CP 5.13.1 (cód.).