ἀμετάκλητος

From LSJ
Revision as of 09:50, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

τίς Ἑλλὰς ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος ἔτλα κακῶν τοσῶνδ' αἵματος ἁμερίου τοιάδ' ἄχεα φανεράwhat woman Greek or foreign or what other scion of ancient nobility has endured of mortal bloodshed's woes so many, such manifest pains

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμετάκλητος Medium diacritics: ἀμετάκλητος Low diacritics: αμετάκλητος Capitals: ΑΜΕΤΑΚΛΗΤΟΣ
Transliteration A: ametáklētos Transliteration B: ametaklētos Transliteration C: ametaklitos Beta Code: a)meta/klhtos

English (LSJ)

ον, irrevocable, uncontrollable, ὁρμή Plb.36.15.7; ὀργή Hld.2.10 (v.l. -βλητος).

German (Pape)

[Seite 122] unwiderruflich; ὁρμή Pol. 37. 2. 7. unaufhaltsam.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμετάκλητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ μετακαλέσῃ, ἀκατάσχετος, ἀμετάκλητον ὁρμὴν ἔσχεν, ἀκατάσχετον, Πολύβ. 37. 2, 7, Ἡλιόδ.

Spanish (DGE)

-ον
irrecuperable, irrevocable ἡλικίη AP 12.30 (Alc.Mess.), ὁρμή Plb.36.15.7, cf. Hsch.s.u. ἀναφαιρέτων.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμετάκλητος, -ον) μετακαλῶ
νεοελλ.
αυτός που δεν ανακλήθηκε ή δεν είναι δυνατό να ανακληθεί, ανέκκλητος, οριστικός
αρχ.
αυτός που δεν είναι δυνατό να τον αναστείλει, να τον εμποδίσει κανείς, ακράτητος, ακατάσχετος.

Russian (Dvoretsky)

ἀμετάκλητος: бесповоротный, неудержимый (ὁρμη Polyb.).