μουσείο

From LSJ
Revision as of 10:22, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source

Greek Monolingual

το (ΑΜ μουσεῖον, Α και μωσίον, Μ και μουσίον)
νεοελλ.
1. οικοδόμημα στο οποίο φυλάσσονται και εκτίθενται προς κοινή θέα και μελέτη συλλογές έργων τέχνης καθώς και πολιτιστικά, επιστημονικά ή τεχνολογικά αντικείμενα (α. «αρχαιολογικό μουσείο» β. «βυζαντινό μουσείο» γ. «ορυκτολογικό μουσείο»)
2. άνθρωπος μεγάλης ηλικίας
μσν.
μωσαϊκό έργο
αρχ.
1. τέμενος τών Μουσών
2. τόπος προορισμένος για καλλιέργεια γραμμάτων και τεχνών
3. φιλοσοφική σχολή και βιβλιοθήκη
4. στον πληθ. τὰ μουσεῑα
(μτφ) χορός προσώπων ή πουλιών που τραγουδούν (α. «μουσεῑα τε θρηνήμασι ξυνῳδά», Ευρ.
β. «ἀηδόνων μουσεῑα», Ευρ.)
5. ως κύριο όν. τὸ Μουσεῖον
λόφος στην Αθήνα νοτιοδυτικά της Ακρόπολης
6. (στον πληθ. ως κύριο όν.) τὰ Μουσεῑα
εορτή προς τιμή τών Μουσών
7. φρ. α) «μουσεῑα λόγων» — καλαισθητική διατύπωση
β) «τὸ τῆς Ἑλλάδος μουσεῖον» — η Αθήνα
γ) «περιπατοῦν μουσεῖον» — προσωνυμία του Λογγίνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μούσα + κατάλ. -εῖον / -ίον. Η αρχική σημ. της λ. ήταν «χώρος αφιερωμένος στις Μούσες», ενώ στους βυζαντινούς χρόνους η λ. έλαβε τη σημ. του μωσαϊκού έργου (πρβλ. μουσάριον, μουσιῶ, μουσωτής και λατ. mūsēum «μωσαϊκό έργο»].