οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
Βακχεῖον, το (Α)1. ο ναός του Βάκχου2. η βακχική μανία3. πληθ. Βακχεῑα και Βάκχια, τατα βακχικά όργια.