κοπροδοχείο

From LSJ
Revision as of 10:22, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source

Greek Monolingual

το (ΑM κοπροδοχεῖον)
1. μέρος, λάκκος στον οποίο ρίχνονται κόπρανα, βόθρος
2. δοχείο, αγγείο για τα περιττώματα
3. αφοδευτήριο, αποχωρητήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -δοχεῖον < δέχομαι)].