κουβούκλιο
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
Greek Monolingual
και κουβούκλι το (ΑM κουβουκλεῖον, Μ κουβούκλιον και κουβοῦκλιν και κουβικούλιον)
κοιτώνας, ιδίως βασιλιά, συνήθως με θολωτή στέγη
νεοελλ.
1. κάθε μικρός θόλος που στηρίζεται σε λεπτούς κίονες
2. φρ. «το κουβούκλιο του Επιταφίου» — το θολωτό ιερό κενοτάφιο στο οποίο εναποτίθεται κατά τη Μ. Παρασκευή και περιφέρεται η οθόνη του Επιταφίου
νεοελλ.-μσν.
κιβώτιο
μσν.
κλουβί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cubiculum «θάλαμος» (< λατ. ρ. cubo «κοιμάμαι») με αφομοίωση του -ι- σε -ου- και συγκοπή του -κ-].