οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
Full diacritics: εὔπεμπτος | Medium diacritics: εὔπεμπτος | Low diacritics: εύπεμπτος | Capitals: ΕΥΠΕΜΠΤΟΣ |
Transliteration A: eúpemptos | Transliteration B: eupemptos | Transliteration C: eypemptos | Beta Code: eu)/pemptos |
missilis, Gloss.
εὔπεμπτος: -ον, ὁ εὐκόλως πεμπόμενος, Γλωσσ.
εὔπεμπτος, -ον (Α)
αυτός που στέλνεται ή αποπέμπεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πεμπτός (< πέμπω «στέλλω»)].