τρυπανισμός
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
English (LSJ)
ὁ, boring, piercing, Aq.Is.54.12.
Greek (Liddell-Scott)
τρῡπᾰνισμός: ὁ, διάτρησις, λίθους τρυπανισμοῦ Ἀκύλ. ἐν Ἡσ. ΝΔ΄, 12. (Παλ. Διαθ.), ἔνθα ἄλλως: γλυφῆς.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ τρυπανίζω
διάνοιξη οπής ή τρήματος με τρυπάνι, τρυπάνιση
νεοελλ.
ιατρ. εγχείρηση που συνίσταται στη διάνοιξη στομίου σε οστό το οποίο περιβάλλει οστική κοιλότητα, ανάτρηση.