ἀπόχυσις
οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep
English (LSJ)
εως, ἡ, (ἀποχέω) pouring out or forth, ἀκτίνων ἢ χρωμάτων S.E.P.3.51, cf. Gal.UP6.2,al.; of corn, coming into ear, ἐκβιάζεσθαι τὴν ἀ. Thphr.HP8.10.4: generally, inflorescence, ἡ καλαμώδης ἀ. φόβη ib.8.3.4.
German (Pape)
[Seite 336] ἡ, das Ausgießen; – vom Getreide, das Aufschießen in Aehren, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόχῠσις: -εως, ἡ, (ἀποχέω) ἔκχυσις, ἔκλαμψις, ἀκτίνων Σέξτ. Ἐμπ. ΙΙ. 3. 51: - ἐπὶ φυομένου σίτου ἢ κριθῆς, ἡ ἐμφάνισις τοῦ στάχυος, ὅταν δηλ. ἀνοίγῃ ἡ κάλυξ καὶ ἀναφαίνηται ὁ στάχυς, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 8. 10, 4. ΙΙ. αὐτὴ ἡ κάλυξ τοῦ στάχυος, ὁ αὐτ. 8. 3, 4.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 efusión, irradiación ἀκτίνων ἢ χρωμάτων S.E.P.3.51
•τῆς σελήνης ἀ. plenilunio Ath.Al.M.26.1328A
•evacuación, expulsión τοῦ ζέοντος Gal.3.412.
2 brote, acción de brotar del trigo, Thphr.HP 8.10.4
•inflorescencia ἡ καλαμώδης ἀπόχυσις φόβη Thphr.HP 8.3.4.
3 canal de desagüe, SB 7379.37 (II d.C.), PLugd.Bat.13.11.17 (II d.C.), BGU 2354.2 (II d.C.).
Russian (Dvoretsky)
ἀπόχῠσις: εως ἡ досл. разлитие, перен. рассеяние, распространение (ἀκτίνων Sext.).