ἡλάριον
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
τό, Dim. of ἧλος, small nail, POxy.1658.11 (iv A.D.), Suid. s.v. ἧλος.
German (Pape)
[Seite 1159] τό, dim. von ἧλος, kleiner Nagel, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἡλάριον: τό, ὑποκορ.τοῦ ἦλος, μικρὸν καρφίον, Εὐστ. Πονημ. 305. 66.
Greek Monolingual
ἡλάριον, τὸ (AM)
(υποκορ. του ήλος) μικρό καρφί, καρφάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ήλ- (του ήλος) + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. βιβλιάριον, ιππάριον)].