διασκώπτω

From LSJ
Revision as of 10:00, 5 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "l’" to "l'")

οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασκώπτω Medium diacritics: διασκώπτω Low diacritics: διασκώπτω Capitals: ΔΙΑΣΚΩΠΤΩ
Transliteration A: diaskṓptō Transliteration B: diaskōptō Transliteration C: diaskopto Beta Code: diaskw/ptw

English (LSJ)

jest upon, τινά dub. l. in Plu.2.82b; δεῖπνα Ath.2.55d:—Med., jest one with another, bandy jests, X.Cyr.8.4.23.

German (Pape)

[Seite 602] unter einander scherzen, sich gegenseitig verspotten, ταῦτα οὕτω διεσκώπτετο Xen. Cyr. 8, 4, 23.

Greek (Liddell-Scott)

διασκώπτω: μεταξὺ σκώπτω, κάμνω τινὰ ἀντικείμενον τῶν σκωμμάτων μου, τινὰ Πλούτ. 2. 82Β. ‒ Μέσ., ἀμοιβαίως ἀστεΐζομαι, ἀνταλλάσσω σκώμματα, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 23.

French (Bailly abrégé)

railler, acc. ; Pass. être échangé sous forme de railleries, de plaisanteries en parl. de propos;
Moy. διασκώπτομαι plaisanter l'un avec l'autre, échanger des plaisanteries.
Étymologie: διά, σκώπτω.

Spanish (DGE)

burlarse de, ridiculizar τῶν φιλοσόφων τὰ δεῖπνα Ath.55d, τὸ εὐνουχῶδες αὐτοῦ Philostr.VS 541, αὐτόν Philostr.VS 556, τοὺς ἀκροωμένους Sch.Ar.Ra.308D., διασκώπτων (ἐμὲ) ἐς ῥᾳθυμίαν καὶ τρόπων χαυνότητα burlándose de mi indolencia y debilidad de carácter Hdn.5.1.3.3
bromear, hacer bromas en v. pas. καὶ ταῦτα μὲν δὴ οὕτω διεσκώπτετο tales eran las bromas que se dirigían X.Cyr.8.4.23.

Greek Monolingual

διασκώπτω (Α)
1. σκώπτω επανειλημμένως κάποιον
2. (-ομαι) ανταλλάσσω σκώμματα με κάποιον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-σκώπτω grappen uitwisselen, pass.: ταῦτα … οὕτω διεσκώπτετο zo werden over en weer deze grappen gemaakt Xen. Cyr. 8.4.23.

Russian (Dvoretsky)

διασκώπτω: вышучивать, высмеивать (τινά Plut.): ταῦτα μὲν δὴ οὕτω διεσκώπτετο Xen. так они перебрасывались шутками.