ἐπορθρεύω

From LSJ
Revision as of 17:10, 5 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’o" to "d'o")

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπορθρεύω Medium diacritics: ἐπορθρεύω Low diacritics: επορθρεύω Capitals: ΕΠΟΡΘΡΕΥΩ
Transliteration A: eporthreúō Transliteration B: eporthreuō Transliteration C: eporthreyo Beta Code: e)porqreu/w

English (LSJ)

rise early, Hsch., EM368.1:—Med., D.Chr.12.3, Luc. Gall.1, Poll.1.71.

German (Pape)

[Seite 1009] Etwas am frühen Morgen thun, früh aufstehen u. dgl., Luc. Somn. 1, v.l.; VLL.; auch im med., Dio Chrys.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπορθρεύω: ἐγείρομαι ἐνωρίς, Ἐτυμ. Μ. 368. 1. ― Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπορθρεῦσαι· ἐπαγρυπνῆσαι». ― Μέσ., Δίων Χρ. 1. 371, Λουκ. Ἐνύπν. 1, Πολυδ. Α΄, 71. ΙΙ. ἵνα πατρὶ γόους νυχίους ἐπορθρεύσω, ἵνα εἴπω πρωὶ πρωὶ εἰς τὸν πατέρα μου τοὺς νυκτερινούς μου θρήνους, Εὐρ. Ἠλ. 142 (ὡς ὁ Δινδ. ἀντὶ ἐπορθοβοάσω).

French (Bailly abrégé)

d'ord. au Moy. ἐπορθρεύομαι.

Greek Monolingual

ἐπορθρεύω (Α)
σηκώνομαι πολύ πρωί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ορθρεύω «ξυπνώ πριν την αυγή» (< όρθρος «αυγή»)].

Russian (Dvoretsky)

ἐπορθρεύω:
1) Eur. v.l. = ἐπορθοβοάω;
2) med. вставать на рассвете, подниматься на заре (Luc. - v.l. ὀρθρεύομαι).