μικρύνω

From LSJ
Revision as of 08:25, 21 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ".[[" to ". [[")

ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή → the road up and the road down is one and the same, the upward path and the downward path are the same

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μικρύνω Medium diacritics: μικρύνω Low diacritics: μικρύνω Capitals: ΜΙΚΡΥΝΩ
Transliteration A: mikrýnō Transliteration B: mikrynō Transliteration C: mikryno Beta Code: mikru/nw

English (LSJ)

or σμικρ-, A belittle, Demetr.Eloc.236. 2 make small, lessen, Dsc.Eup.1.154, Gal.18(1).77. 3 write with a short vowel, σμικρυνθέντος τοῦ ο Eust.68.1, cf. Zonar. s.v. ἔρον.

German (Pape)

[Seite 185] klein machen, verkleinern, Sp. Vgl. σμικρύνω.

Greek (Liddell-Scott)

μῑκρύνω: ἢ σμικρ-, [ῡ], κάμνω τι σμικρόν, ἐλαττώνω, Δημ. Φαλ. 236. 2) γράφω διὰ τοῦ ο (καὶ οὐχὶ διὰ τοῦ ω), Εὐστ. 68. 1, Ζωναρ. Λεξ. 861.

French (Bailly abrégé)

1 rapetisser;
2 écrire avec un omicron.
Étymologie: μικρός.

Greek Monolingual

(ΑΜ μικρύνω) μικρός καθιστώ κάτι μικρό, μικραίνω
μσν.
γράφω μια λέξη με όμικρον και όχι με ωμέγα.